Το κλαρινέτο (ή ευθύαυλος) είναι πνευστό μουσικό όργανο. Στη σημερινή του μορφή εμφανίστηκε τον 19ο αιώνα. Το κλαρινέτο κατέχει σήμερα βασική θέση στη συμφωνική ορχήστρα, και ανήκει στην κατηγορία των ξύλινων πνευστών. Πολύ σύνηθες είναι το κλαρινέτο και ως μέλος ορχηστρών της τζαζ. Στην Ελλάδα, όπου επεκράτησε η ονομασία κλαρίνο, αλλά και σε πολλές χώρες των Βαλκανίων, αποτελεί ένα από τα βασικά όργανα της παραδοσιακής μουσικής.
Φλογέρα
Η φλογέρα είναι πνευστό μουσικό όργανο.Το ένα άκρο (κεφαλή) είναι το μέρος στο οποίο φυσά ο οργανοπαίκτης και παράγει τις κύριες δονήσεις του ήχου, και κατά μήκος του κυλίνδρου φέρει έξι ευθυγραμμισμένες οπές σε σχετικές αποστάσεις μεταξύ τους, τις οποίες κλείνει και ανοίγει με τα δάχτυλά του ο οργανοπαίκτης καθώς παίζει και οι οποίες δίνουν τα διαστήματα της διατονικής κλίμακας. Είναι παραδοσιακό μουσικό όργανο που φτιάχνεται από καλάμι, ξύλο ή κόκαλο, αλλά και πιο σύγχρονα υλικά πλέον, όπως πλαστικό. Έχει διάφορα μεγέθη και απαντάται με μήκος από 15 ως και 80 περίπου εκατοστά. Χρησιμοποιείται στην παραδοσιακή μουσική.

Κύμβαλα
Τα κύμβαλα είναι λεπτά μεταλλικά κρουστά όργανα σε σχήμα πιάτου. Χωρίζονται σε κατηγορίες ανάλογα με το μέγεθος τους και το είδος του μετάλλου που είναι κατασκευασμένα. Τα κύμβαλα χρησιμοποιούνται συχνά στις ορχήστρες και στις παρελάσεις, επίσης αποτελούν βασικά τμήματα ενός σετ τυμπάνων.

Νταούλι
Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης, το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάρια του νομού Σερρών, του χορού Πυρρίχιου/Σέρρα των Ποντίων, όπως επίσης και του χορού με τις Μπούλες και τους Γενίτσαρους που αποτελεί αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας. Η ονομασία του οργάνου, εκτιμάται ότι προέρχεται από τη λέξη ‘δέφω’ της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει ‘επεξεργάζομαι του δέρμα, το μαλακώνω.

Μπάσο τύμπανο
Το μπάσο τύμπανο είναι ένα μεμβρανόφωνο κρουστό όργανο με κυλινδρικό σώμα, που φέρει από μία τεντωμένη μεμβράνη σε κάθε άνοιγμα. Λέγεται και γκρανκάσα. Χρησιμοποιείται για την παραγωγή βαθύφωνων ήχων και αποτελεί βασικό μέλος των κρουστών της ορχήστρας, ενός συνόλου τυμπάνων, καθώς και στρατιωτικών συνόλων , ενώ τύμπανα με παρόμοιο μέγεθος και λειτουργικότητα δεν λείπουν από σύνολα αφρικάνικης, βαλκανικής, νοτιοαμερικάνικης και κουβανέζικης παραδοσιακής μουσικής. Ανάλογα με το μουσικό πλαίσιο, τοποθετείται στο πάτωμα, στερεώνεται σε βάση ή, στην περίπτωση παρελάσεων, κρεμιέται στο σώμα του τυμπανιστή με τη βοήθεια ενός ιμάντα μεταφοράς.

Ταμπούρο
Το ταμπούρο είναι τύμπανο με κοίλο κυλινδρικό σώμα από ξύλο ή μέταλλο, και τεντωμένες μεμβράνες ή κεφαλές στα δυο ανοίγματα του σώματός του. Αποτελεί βασικό μέλος των ορχηστρικών κρουστών οργάνων, καθώς και των τυμπάνων. Χαρακτηριστικό του ταμπούρου είναι ο σύντομος, τραχύς ήχος που παράγει, για τον οποίο οφείλονται οι – μεταλλικές συνήθως – χορδές που έχει στο κάτω μέρος του. Ο τυμπανιστής έχει τη δυνατότητα να θέσει τις χορδές σε επαφή με τη μεμβράνη ή να τις απομακρύνει από αυτήν κατά μερικά χιλιοστά. Στην πρώτη περίπτωση, με τη διέγερση της άνω μεμβράνης μετατοπίζεται ο αέρας στο εσωτερικό του τυμπάνου και τίθεται σε κίνηση τόσο η κάτω μεμβράνη όσο και οι εφαπτόμενες χορδές, παράγοντας έτσι τον χαρακτηριστικό βραχύ κρότο του ταμπούρου. Στη δεύτερη περίπτωση, οι χορδές δεν ταλαντώνονται, κι έτσι ο παραγόμενος ήχος είναι λιγότερο θορυβώδης.

Σαντούρι
Το σαντούρι είναι έγχορδο κρουστό επίπεδο μουσικό όργανο. Κατασκευάζεται συνηθέστερα από ξύλο καρυδιάς. Έχει σχήμα τραπεζοειδές επί του οποίου φέρονται οριζοντίως και επάλληλα 72 μεταλλικές χορδές, ανά τρεις για κάθε φθόγγο, αποδίδοντας έτσι 24 νότες, με τις μεγαλύτερες σε μήκος χορδές στο κάτω μέρος και τις μικρότερες στο άνω. Οι χορδές του οργάνου αυτού, «χορδίζονται» στο 1/4 με ειδικά «ωτία» που φέρονται συνηθέστερα επί της δεξιάς πλευράς του οργάνου και οι οποίες κρούονται με μικρά ραβδία, οι άκρες των οποίων φέρουν μεταλλικές κοιλόμορφες σφύρες (σαν κουταλάκια)

Άρπα
Ο σκελετός της άρπας σχηματίζει τρίγωνο του οποίου η κατακόρυφη πλευρά χρησιμεύει για να στηρίζει τις δύο άλλες, επί των οποίων βρίσκονται τεντωμένες 46 χορδές χορδισμένες σε «ντο ύφεση». Η άρπα είναι από τα αρχαιότερα μουσικά όργανα, και εμφανίζεται με χορδές που στηρίζονταν σε ελλειψοειδή σκελετό, ελεύθερο από τη μια πλευρά. Ο τύπος αυτός διατηρείται ακόμη και σήμερα σε περιοχές της Ασίας και της Αφρικής.

Μπαγλαμάς
Ο μπαγλαμάς ή μπαγλαμαδάκι, είναι νυκτό μουσικό όργανο. Κατά κανόνα έχει τρεις διπλές χορδές. Ο ήχος του μπαγλαμά είναι οξύς. Κάθε χορδή κουρδίζεται μία οκτάβα υψηλότερα από την αντίστοιχη στο μπουζούκι.Ο λόγος που ο μπαγλαμάς έχει μικρότερες διαστάσεις είναι ότι έτσι θα μπορούσαν οι παίκτες να τον κρύψουν εύκολα, αφού απαγορευόταν επί τουρκοκρατίας και μετέπειτα επί δικτατορίας.

Μπουζούκι
Το Μπουζούκι είναι λαουτοειδές έγχορδο λαϊκό μουσικό όργανο, με αχλαδόσχημο αντηχείο (σκάφος) από επιμήκεις ξύλινες λουρίδες, τις ντούγιες, και μακρύ βραχίονα, το μπράτσο ή μάνικο με κλειδιά στην άκρη για το χόρδισμα (κούρδισμα). Κατά μήκος του βραχίονα υπάρχουν λεπτά μεταλλικά ελάσματα, κάθετα προς τον επιμήκη άξονα του βραχίονα, που σφηνώνονται σε μία λεπτή σχισμή και λέγονται τάστα. Τα διαστήματα ανάμεσα στα τάστα , οριοθετούν την απόσταση του ημιτονίου. Το σύγχρονο μπουζούκι διαθέτει τρεις ή τέσσερις διπλές χορδές τις οποίες χτυπά ο μουσικός με ένα μικρό πλήκτρο την πένα. Αρχικά το μπουζούκι έφερε τρία ζεύγη μεταλλικών χορδών κουρδισμένες σε τόνους ΡΕ-ΛΑ-ΡΕ



