Το νταούλι είναι μεμβρανόφωνο μουσικό όργανο της ελληνικής λαϊκής και δημοτικής μουσικής που συναντάται κυρίως στην ηπειρωτική Ελλάδα. Το μέγεθός του ποικίλλει και για την κατασκευή του χρησιμοποιούνται δέρματα από κατσίκι ή πρόβατο και παλαιότερα από λύκο ή γαϊδούρι. Ο οργανοπαίκτης, το κρεμάει στον αριστερό του ώμο και το κτυπάει στη δεξιά πλευρά με το νταουλόξυλο και στην αριστερή με πιο λεπτό ξύλο, τη βέργα. Ο ήχος που δημιουργείται από τη δεξιά πλευρά είναι βαρύτερος και από την αριστερή οξύτερος. Μια πολύ γνωστή χρήση του νταουλιού σε δρώμενα του καιρού μας είναι τα περίφημα Αναστενάρια του νομού Σερρών, του χορού Πυρρίχιου/Σέρρα των Ποντίων, όπως επίσης και του χορού με τις Μπούλες και τους Γενίτσαρους που αποτελεί αποκριάτικο έθιμο της Νάουσας. Η ονομασία του οργάνου, εκτιμάται ότι προέρχεται από τη λέξη ‘δέφω’ της αρχαίας ελληνικής, που σημαίνει ‘επεξεργάζομαι του δέρμα, το μαλακώνω.




Σχολιάστε